- φορμαλιστικός
- -ή, -ό, Ν [φορμαλιστής]1. αυτός που διαπνέεται ή χαρακτηρίζεται από φορμαλισμό2. φρ. «φορμαλιστικός ιδεαλισμός»(φιλοσ.) άλλη ονομασία τού υπερβατικού ιδεαλισμού.επίρρ...φορμαλιστικά Νμε φορμαλιστικό τρόπο ή από την άποψη τού φορμαλισμού.
Dictionary of Greek. 2013.